czasownik grecki tabelka hela, język nowogrecki


KONIUGACJA I

CZASOWNIK

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Przyszły DK

Tryb Roz. - NDK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

CZASOWNIK - Βierna

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Cz. Przyszły

DK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

ανεβαίνω

iść pod górę, wsiadać podnosić się

ανέβηκα

ανέβαινα

Θα ανέβω

ανέβα, ανεβείτε

ανεβαίνοντας

βλέπω

widzieć, patrzeć

είδα

έβλεπε

Θα δω

Βλέπε, βλέπετε

δες, δέστε

βλέποντας

βλέπομαι

ειδώθηκα

βλεπόμουν

Θα ιδωθώ

----, ειδωθείτε

ιδωμένος

γράφω

pisać

έγραψα

έγραφα

Θα γράψω

γράψε, γράψτε

γράφοντας

γράφομαι

zapisywać się, być zapisanym

γράφτηκα

γραφόμουν

Θα γραφτώ

γράψου, γραφτείτε

γραμμένος

δἐνω

wiązać, przywiązywać

έδεσα

έδενα

Θα δέσω

δένε, δένετε

δέσε, δέστε

δένοντας

δένομαι

δέθηκα

δενόμουν

Θα δεθώ

δέσου, δεθείτε

δεμένος

δουλεύω

pracować

δούλεψα

δούλευα

Θα δουλέψα

δούλεψε, δούλεψτε

δουλεύοντας

δροσίζω

δρόσισα

δρόσιζα

Θα δροσίσω

δρόσιζε, δροσίζετε

δρόσισε,δροσίστε

δροσίζοντας

δροσίζομαι

δροσίστηκα

δροσιζόμουν

Θα δροσιστώ

δροσίσου, δροσιστείτε

δροσισμένος

κρύβω

chować, ukrywać

έκρυψα

έκρυβα

Θα κρύψω

κρύβε, κρύβετε

κρύψε, κρύψτε

κρύβοντας

κρύβομαι

Chować się,

Ukrywać się

κρύφτηκα

κρυβόμουν

Θα κρυφτώ

κρύψου,κρυφτείτε

κρυμμένος

πλέκω

pleść, zaplatać,

robić na drutach

έκρυψα

έπλεκα

Θα πλέξα

πλέκε, πλέκετε

πλέξε, πλέξτε

πλέκοντας

πλέκομαι

πλέχτηκα

πλεκόμουν

Θα πλεχτώ

πλέξου, πλεχτείτε

πλεγμένος

χάνω

gubić, tracić

έχασα

έχανα

Θα χάσω

Χάνε, χάνετε

χάσε, χάστε

χάνοντας

χάνομαι

gubić się, ginąć, znikać

χάθηκα

χανόμουν

Θα χαθώ

χάσου, χαθείτε

χαμένος

KONIUGACJA I *

CZASOWNIK

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Przyszły DK

Tryb Roz. - NDK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

CZASOWNIK - Βierna

Znaczenie

. Aoryst .

Paratatikos

Cz. Przyszły

DK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

ακούω

Słuchać

άκουσα

άκουγα

Θα ακούσω

ακού, ακούτε

ακούσε, ακούστε

ακούγοντας

ακούγομαι

ακούστηκα

ακουγόμουν

Θα ακουστώ

καίω

Palić

έκαψα

έκαιγα

Θα κάψω

κάψε, κάψτε

καίγοντας

καίγομαι

Palić się, spalać się

κάηκα

καιγόμουν

Θα καώ

καμένος

κλαίω

Płakać

έκλαψα

έκλαιγα

Θα κλάψω

κλάψε, κλάψτε

κλαίγοντας

κλαίγομαι

κλαύτηκα

κλαιγόμουν

Θα κλαυτώ

κλαμένος

λέω

Mówić

είπα

έλεγα

Θα πω

λέγε, λέτε

πες, πείτε(πέστε)

λέγοντας

λέγομαι

ειπώθηκα

λεγόμουν

Θα ειπωθώ

ειπωμένος

πηγαίνω/πάω

Iść

πήγα

Θα πάω

----

πήγαινε, πηγαίνετε

----

----

------

----

------

------

------

τρώω

Jeść

έφαγα

έτρωγα

Θα φάω

τρώγε, τρώτε

φάε, φάτε

τρώγοντας

τρώγομαι

φαγώθηκα

τρωγόμουν

Θα φαγωθώ

---,φαγωθείτε

φαγωμένος

φταίω

Być winnym,

ponosić winę

έφταιξα

έφταιγα

Θα φταίξω

KONIUGACJA II α - άω

CZASOWNIK

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Przyszły DK

Tryb Roz. - NDK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

CZASOWNIK - Βierna

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Cz. Przyszły

DK

Tryb Roz. - DK

(BRAK NDK)

Imiesłów

αγαπώ

kochać

αγάπησα

αγαπούσα

Θα αγαπήσω

αγάπα, αγαπάτε

αγάπησε, αγαπήστε

αγαπώντας

αγαπιέμαι

być kochanym

l.mn.: kochać się wzajemnie

αγαπήθηκα

αγαπιόμουν

Θα αγαπηθώ

αγαπήσου, αγαπηθείτε

αγαπημένος

απαντώ

odpowiadać

απάντησα

απαντούσα

Θα απαντήσω

απάντα, απαντάτε

απάντησε, απαντήστε

απαντιέμαι

απαντήθηκα

απαντιόμουν

Θα απαντηθώ

βουτώ

maczać, zanurzać, nurkować, skakać do wody

ησα/ηξα

βουτούσα

Θα βουτήξω

βούτα, βουτάτε

βούτηξε, βουτήξτε

βουτιέμαι

βουτήχτηκα

βουτιόμουν

Θα βουτηχτώ

γελώ

śmiać się, pot: oszukiwać, nabierać

γέλασα

γελούσα

Θα γελάσω

γέλα, γελάτε

γέλασε, γελάστε

γελιέμαι

γελάστηκα

γελιόμουν

Θα γελαστώ

Κερνώ?

częstować

κέρασα

κερνούσα

Θα κεράσω

κέρασε, κεράστε

κεράστηκα

Θα κεραστώ

κερασμένος

κολλώ

kleić, przyklejać(się), przyczepiać(się), zarażać(się)

κόλλησα

κολλούσα

Θα κολλήσω

κόλλα, κολλάτε

κόλλησε, κολλήστε

κολλιέμαι

κολλήθηκα

κολλιόμουν

Θα κολληθώ

κρεμώ

wieszać, powiesić, zawiesić

κρέμασα

κρεμούσα

Θα κρεμάσω

κρέμα, κρεμάτε

κρέμασε, κρεμάστε

κρεμιέμαι

wisieć, zwisać, zależeć, oczekiwać pomocy

κρεμάστηκα

κρεμιόμουν

Θα κρεμαστώ

κρεμασμένος

κυλώ

toczyć(się), mijać

κύλησα

κυλούσα

Θα κυλήσω

κύλα, κυλάτε

κύλησε, κυλήστε

κυλιέμαι

κυλήθηκα

κυλιόμουν

Θα κυληθώ

κυνηγώ

polować, ścigać

κυνήγησα

κυνηγούσα

Θα κυνηγήσω

κυνήγα,κυνηγάτε

κυνήγησε, κυνηγήστε

κυνηγιέμαι

κυνηγήθηκα

κυνηγιόμουν

Θα κυνηγηθώ

μιλώ

mówić, rozmawiać

μίλησα

μιλούσα

Θα μιλήσω

μίλα, μιλάτε

μίλησε, μιλήστε

μιλιέμαι

μιλήθηκα

μιλιόμουν

Θα μιληθώ

νικώ

zwyciężyć, pokonać

νίκησα

νικούσα

Θα νικήσω

νίκα, νικάτε

νίκησε, νικήστε

νικιέμαι

być pokonanym

νικήθηκα

νικιόμουν

Θα νικηθώ

ξενυχτώ

Nie spać przez całą noc, prowadzić nocne życie

ξενύχτησα

ξενυχτούσα

Θα ξενυχτήσω

ξενύχτα, ξενυχτάτε

ξενύχτησε, ξενυχτητε

ξενυχτιέμαι

ξενυχτήθηκα

ξενυχτιόμουν

Θα ξενυχτηθώ

ξεχνώ

zapominać

ξέχασα

ξεχνούσα

Θα ξεχάσω

ξέχνα, ξεχνάτε

ξέχασε, ξεχάστε

ξεχνιέμαι

zapominać się, gapić się, ulegać zapomnieniu

ξεχάστηκα

ξεχνιόμουν

Θα ξεχαστώ

ξεχασμένος

ξυπνώ

(o)budzić (się)

ξύπνησα

ξυπνούσα

Θα ξυπνήσω

ξύπνα, ξυπνάτε

ξύπνησε, ξυπνήστε

ξυπνιέμαι

ξυπνήθηκα

ξυπνιόμουν

Θα ξυπνηθώ

πεινώ

być głodnym, głodować

πείνασα

πεινούσα

Θα πεινάσω

πείνα, πεινάτε

πείνασε, πεινάστε

πεινιέμαι

πεινάστηκα

πεινιόμουν

Θα πειναστώ

περνώ

przechodzić, przemijać, spędzać czas

πέρασα

περνούσα

Θα περάσω

πέρνα, περνάτε

πέρασε, περάστε

περνιέμαι

περάστηκα

περνιόμουν

Θα περαστώ

περασμένος

πετώ

lecieć, latać, (wy)rzucać

πέταξα

πετούσα

Θα πετάξω

πέτα, πετάτε

πέταξε, πετάξτε

πετιέμαι

wybiec, rzucić się, (po)pędzić, wyskoczyć

πετάχτηκα

πετιόμουν

Θα πεταχτώ

πετάξου, πεταχτείτε

πεταγμένος

πηδώ

skakać, przeskakiwać

πήδησα

πηδούσα

Θα πηδήσω

πήδα, πηδάτε

πήδησε, πηδήστε

πηδιέμαι

πηδήθηκα

πηδιόμουν

Θα πηδηθώ

προξενώ

powodować, być przyczyną, wywoływać, sprawić

προξένησα

προξενούσα

Θα προξενήσω

προξένα, προξενάτε

προξένησε, προξενήστε

προξενιέμαι

προξενήθηκα

προξενιόμουν

Θα προξενηθά

ρωτώ

pytać

ρώτησα

ρωτούσα

Θα ρωτήσω

ρώτα, ρωτάτε

ρώτησε, ρωτήστε

ρωτιέμαι

ρωτήθηκα

ρωτιόμουν

Θα ρωτηθά

σταματώ

zatrzymać(się), (za)przestać, przerwać

σταμάτησα

σταματούσα

Θα σταματήσω

σταμάτα, σταματάτε

σταμάτησε, σταματήστε

σταματιέμαι

σταματήθηκα

σταματιόμουν

Θα σταματηθώ

συζητώ

dyskutować, debatować, rozmawiać

συζήτησα

συζητούσα

Θα συζητήσω

συζήτα, συζητάτε

συζήτησε, συζητήστε

συζητιέμαι

συζητήθηκα

συζητιόμουν

Θα συζητηθώ

τιμώ

cenić, czcić, honorować

τίμησα

τιμούσα

Θα τιμήσω

τίμα, τιμάτε

τίμησε, τιμήστε

Τιμώμαι?/ιεμαι

otrzymać

τιμήθηκα

τιμιόμουν

τραβώ

ciągnąć, pociągnąć, wyciągać, iść, jechać

τράβηξα

τραβούσα

Θα τραβήξω

τράβα, τραβάτε

τράβηξε, τραβήξτε

τραβιέμαι

τραβήχτηκα

τραβιόμουν

Θα τραβηχτώ

τραβηγμένος

τρυπώ

dziurkować, borować, kłuć(się)

τρύπησα

τρυπούσα

Θα τρυπήσω

τρύπα, τρυπάτε

τρύπησε, τρυπήστε

τρυπιέμαι

τρυπήθηκα

τρυπιόμουν

Θα

φιλώ

(po/u)całować

φίλησα

φιλούσα

Θα φιλήσω

φίλα, φιλάτε

φίλησε, φιλήστε

φιλιέμαι

φιλήθηκα

φιλιόμουν

Θα φιληθώ

φυσώ

dmuchać, dąć, wiać

φύσηξα

φυσούσα

Θα φυσήξω

φύσα, φυσάτε

φύσηξε, φυσήξτε

φυσιέμαι

φυσήχτηκα

φυσιόμουν

Θα φυσηχτώ

χαιρετώ

pozdrawiać, witać, żegnać, salutować

χαιρέτησα

χαιρετούσα

Θα χαιρετήσω

χαιρέτα, χαιρετάτε

χαιρέτησε, χαιρετήστε

χαιρετιέμαι

χαιρετήθηκα

χαιρετιόμουν

Θα χαιρετηθώ

χαλώ

psuć(się), niszczyć(się)

χάλασα

χαλούσα

Θα χαλάσω

χάλα, χαλάτε

χάλασε, χαλάστε

χαλιέμαι

γελάστηκα

χαλιόμουν

Θα γελαστώ

χτυπώ

bić, uderzać, stukać, pukać, dzwonić

χτύπησα

χτυπούσα

Θα χτυπήσω

χτύπα, χτυπάτε

χτύπησε, χτυπήστε

χτυπιέμαι

uderzyć się, być ranionym

χτυπήθηκα

χτυπιόμουν

Θα χτυπηθώ

KONIUGACJA II β - είς

CZASOWNIK

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Przyszły DK

Tryb Roz. - NDK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

CZASOWNIK - Βierna

Znaczenie

. Aoryst .

Paratatikos

Cz. Przyszły

DK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

πατώ

deptać, stąpać

πάτησα

πατιέμαι

πατήθηκα

Θα πατηθώ

DEPONENSY

CZASOWNIK

Znaczenie

Aoryst

Paratatikos

Przyszły DK

Tryb Roz. - NDK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

CZASOWNIK - Βierna

Znaczenie

. Aoryst .

Paratatikos

Cz. Przyszły

DK

Tryb Roz. - DK

Imiesłów

παραπονιέμαι

χασμουριέμαι

βαριέμαι

βαρέθηκα

Θα βαρεθώ

αναροτιέμαι

αρνούμαι

ασχολούμαι

μιμούμαι

περιποιούμαι

διηγούμαι

γίνομαι

Έρχομαι

κάθομαι



Wyszukiwarka

Podobne podstrony:
czasowniki 10-14, Archeo, JĘZYK ŁACIŃSKI
Hiszpański- Czas przeszły - Pretérito czasowniki, języki obce, hiszpański, Język hiszpański
Presente de Subjuntivo- odmiana czasowników nieregularnych, Języki obce, Język hiszpański, Gramatyka
Zdania podrzędne czasowe- wprowadzenie, Języki obce, Język hiszpański, Gramatyka
nowogrecki - koniugacje tabele, język nowogrecki
teatr grecki, konspekty lekcji - język polski
rzeczownik czasownik - sprawdzian, Testy i sprawdziany - język polski
Formy nieregularne czasowników w czasie passato prossimo, język włoski

więcej podobnych podstron